- ψωμίων
- ψωμίονneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγιοζούμι — Ζουμί με αλεύρι και λίγο λάδι, που προσφέρεται ως τροφή στους δόκιμους μοναχούς. Στη βυζαντινή εποχή α. έλεγαν ένα φαγητό που περιείχε πολλά κρεμμύδια και το οποίο παρασκεύαζαν στα μοναστήρια κάθε Τετάρτη και Παρασκευή. Το α. αναφέρει και ο… … Dictionary of Greek
οξερίας — ὀξερίας και πιθ. ξερίας, ὁ (Α) ονομασία τυριού τής Σικελίας, κατά τον Πολυδεύκη «τυρὸς χλωρός», κατά τον Ησύχ. «τυρὸς ἀχρεῑος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί πιθ. από αμάρτυρο *ὀξερός (< ὀξύς, πρβλ. γλυκύς: γλυκερός) με επίθημα ίας,… … Dictionary of Greek
φουρνόφτυαρο — το, Ν ξύλινο φτυάρι με μακρύ κοντάρι για την τοποθέτηση ψωμιών και ταψιών στον φούρνο και εξαγωγή τους από αυτόν … Dictionary of Greek
ψωμοπώλης — ὁ, Μ πωλητής μικρών ψωμιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψωμός + πώλης*] … Dictionary of Greek
αμίλητο νερό — Έθιμο με ειδωλολατρικές προεκτάσεις, που αναφέρεται κυρίως στη γαμήλια τελετή και στη μαντική. Είναι κυρίως ελληνικής επινόησης, αλλά υπάρχει και σε μερικούς άλλους λαούς. Α.ν. ονομάζεται το νερό που αγόρια ή κορίτσια παίρνουν από πηγή, βρύση ή… … Dictionary of Greek